- τιλώ
- -άω, ΜΑ [τῑλος]αποπατώ υδαρή και μυξώδη κόπρανα, τσιρλίζομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τιλῶ — τίλλω b. fut ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γατί — και κατσί και γατσί, το (Μ καττίν) 1. η γάτα ή το νεογνό της 2. καχεκτικό παιδί. [ΕΤΥΜΟΛ. < γάτα. Ο τ. κατσί < μσν. καττίν < υποκορ. τού κάττα, με τροπή τού τ σε τσ (πρβλ. κλιματσίδα < κλιματίδα, τσιλώ < τιλώ κ.ά.)] … Dictionary of Greek
διατιλώ — διατιλῶ ( άω) (AM) έχω μυξώδες αποπάτημα, έχω διάρροια. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + τιλώ < τίλος*] … Dictionary of Greek
κατατιλώ — κατατιλῶ, άω (Α) αφήνω υγρό αποπάτημα πάνω σε κάτι, «τσιρλίζω», κοπρίζω («μέμνησ ὃτε τῆς στήλης κατέτιλας ἐσπέρας», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τιλῶ «αφήνω υγρό αποπάτημα»] … Dictionary of Greek
προστιλώ — άω, Α πιτσυλίζω με ακαθαρσίες, κουτσουλίζω («πρὸς αὐτὼ τὠφθαλώ μου προσετίλησεν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + τιλῶ «τσιρλίζομαι»] … Dictionary of Greek
σπατίλη — και πατίλη, ἡ, Α 1. υδαρές αποπάτημα 2. αποπάτημα, κόπρος 3. μικρά κομμάτια, κοψίδια από δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία εμφανίζει επίθημα ίλη, που απαντά σε λ. τού καθημερινού λεξιλογίου τής Αρχαίας (πρβλ. κον ίλη, μαρ ίλη). Η λ. με … Dictionary of Greek
τίλημα — το, ΝΑ [τιλῶ] υδαρές αποπάτημα, τσίρλα … Dictionary of Greek
τσιλώ — και τσιλάω Ν (για πτηνά) κουτσουλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. τιλῶ, με μαλάκωμα του τ πριν από ι (πρβλ. κλημα τσ ίδα < κλημα τ ίδα, πι τσ υλώ < πι τ υλώ)] … Dictionary of Greek